- κοσκινίστρα
- ηβλ. κοσκινιστής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Σηστός — Πόλη της αρχαίας Θράκης, απέναντι από την Άβυδο της ασιατικής ακτής. Ήταν αποικία των Αιολέων και αναφέρεται αρχικά από τον Όμηρο. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως το 513 π.Χ. ο Δαρείος είχε περάσει από τη Σ. όταν γύριζε από την εκστρατεία του εναντίον… … Dictionary of Greek
κοσκινιστής — ο, θηλ. κοσκινίστρ(ι)α 1. αυτός που κοσκινίζει 2. το θηλ. η κοσκινίστρα πλέγμα από σύρμα με οπές διαφόρων, κατά περίπτωση, μεγεθών που χρησιμοποιείται για το κοσκίνισμα χώματος και άλλων υλικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσκινίζω. Η λ. μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek